σκούπισμα

σκούπισμα
balayage

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • σκούπισμα — το 1. καθάρισμα με τη σκούπα: Το σπίτι θέλει σκούπισμα. 2. σφούγγισμα, στέγνωμα: Αγόρασε καινούρια πετσέτα για το σκούπισμα των ποδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκούπισμα — το, Ν [σκουπίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκουπίζω, απομάκρυνση τής σκόνης ή τών σκουπιδιών από το πάτωμα ή το έδαφος με τη σκούπα 2. αφαίρεση ακαθαρσίας από μια επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • ποδόμακτρο — το / ποδόμακτρον, ΝΑ μάκτρο, πετσέτα για το σκούπισμα τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + μάκτρον «πετσέτα, χαλί για σκούπισμα»] …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • εξόμορξις — ἐξόμορξις, η (AM) [εξομόργνυμι] 1. σκούπισμα 2. αποτύπωση, απεικόνιση …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόμακτρον — κεφαλόμακτρον, τὸ (Α) μαντίλι για το σκούπισμα τού ιδρώτα τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + μάκτρον «μαντίλι»), πρβλ. ποδό μακτρον, χειρό μακτρον] …   Dictionary of Greek

  • κορεία — (I) κορεία, ἡ (Α) [κορέω (ΙΙ)] πιθ. (κατά τον Ησύχ.) 1. καθαρισμός, σάρωμα, σκούπισμα 2. επιμέλεια, φροντίδα, θεραπεία. (II) κορεία, ἡ (Α) βλ. κόρειος …   Dictionary of Greek

  • μάξη — η (AM μάξις) [μάσσω] 1. η ενέργεια τού μάσσω, το σκούπισμα, το καθάρισμα 2. στρατ. ο καθαρισμός τού κοίλου τού σωλήνα ενός πυροβόλου με μάκτρο και η επάλειψή του με λίπος …   Dictionary of Greek

  • μάπα — και μάππα, η (AM μάππα) νεοελλ. 1. άλλη ονομασία για το κοινό λάχανο, αλλ. κραμπολάχανο 2. ναυτ. η πόρπη 3. δερμάτινη σφαίρα γεμάτη μαλλιά ή άλλη ελαστική ύλη 4. πρόσωπο, φάτσα, μούρη 5. (γεωγραφικός χάρτης που επιπεδογραφεί τα δύο ημισφαίρια ή… …   Dictionary of Greek

  • μπουρνούζι — Λέξη που προέρχεται από την αραβική μπουρνούζ και σημαίνει την τοπική ενδυμασία των Αράβων της Β. Αφρικής. Αποτελείται από τετράγωνο ύφασμα με τρία ανοίγματα, ένα για το κεφάλι και δύο για τα χέρια. Μ. λέγεται στην Ελλάδα και πετσετέ ένδυμα σαν… …   Dictionary of Greek

  • μυξομάντηλο — και μυξομάντιλο, το μαντίλι για το σκούπισμα τής μύτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”